ογδοηκοστός

ογδοηκοστός
-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκο-στός, εξηκο-στός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀγδοηκοστός — eightieth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογδοηκοστός — ή, ό αυτός που έχει αριθμό 80 στη σειρά ή στην τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀγδοηκοστόν — ὀγδοηκοστός eightieth masc acc sg ὀγδοηκοστός eightieth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστοῦ — ὀγδοηκοστός eightieth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστῆς — ὀγδοηκοστός eightieth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστῇ — ὀγδοηκοστός eightieth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστή — ὀγδοηκοστός eightieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστήν — ὀγδοηκοστός eightieth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστῷ — ὀγδοηκοστός eightieth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογδοηκοσθέβδομος — ὀγδοηκοσθέβδομος, ον (Μ) ογδοηκοστός έβδομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοηκοστός + ἕβδομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”